χωριουδάκι

χωριουδάκι
το, Ν
υποκορ.
1. μικρό χωριό
2. (θωπευτ.) αγαπημένο, ποθητό χωριό («χωριό μου, χωριουδάκι μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + υποκορ. κατάλ. -ουδάκι (πρβλ. λαγ-ουδάκι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωριουδάκι — το υποκορ. του χωριό μικρό χωριό: Θυμάται το χωριουδάκι του κι αναστενάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλαμπος — (I) η, ο [λάμπω] αυτός που δεν έχει λάμψη, ο αλαμπής. (II) η, ο [λάμπα] ο χωρίς λάμπα («άλαμποι όλοι στο χωριουδάκι») …   Dictionary of Greek

  • Αμπαντάν — (Αbadan).Πόλη (245.000 κάτ. το 2002) του ΝΔ Ιράν στην επαρχία Κουζεστάν. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σατ αλ Άραμπ, όχι πολύ μακριά από τις εκβολές του στον Περσικό κόλπο. Τον 19ο αι. το Α. ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι, που… …   Dictionary of Greek

  • Αμπιτζάν — (Abidjan).Πόλη (3.310.000 κάτ. το 2002) της Ακτής του Ελεφαντοστού, πρωτεύουσα του νότιου διαμερίσματος (14.200 τ. χλμ., 3.894.300 κάτ.) και πρώην πρωτεύουσα της χώρας. Δύο σημαντικά γεγονότα μετέτρεψαν το άλλοτε μικρό χωριουδάκι σε μια από τις… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινή Γουινέα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισημερινής Γουινέας Έκταση: 28.051 τ. χλμ. Πληθυσμός: 476.200 (2003) Πρωτεύουσα: Μαλάμπο (92.900 κάτ. το 2003)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με το Καμερούν και στα Α και Ν με την Γκαμπόν, ενώ βρέχεται …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Φόκνερ, Ουίλιαμ — (Faulkner, Νιου Όλμπανι, Μισισιπής 1897 – Όξφορντ, Μισισιπής 1962). Αμερικανός συγγραφέας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο τραυματίστηκε σε αεροπορικό επεισόδιο. Όταν γύρισε στην πατρίδα του γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, κάνοντας συγχρόνως διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”